φαγολυσία

φαγολυσία
η, Ν
βιολ. περίπτωση κυτταροφαγίας κατά την οποία τα φαγοκύτταρα δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν την προσβαλλόμενη λεία και εκβάλλουν όλο το περιεχόμενό τους για την καταστροφή της, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται μαζί της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phagolysis < θ. φαγ- τού αορ. β' -φαγ-ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω», (βλ. λ. φαγεῖν) + συνδετικό φωνήεν -ο- + λύση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”